- μονοπείρας
- μονοπείρας, ὁ (Α)(συν. για λύκο) αυτός που βγαίνει για κυνήγι μόνος και όχι σε αγέλη («ἀνθρωποφαγοῡσι δὲ οἱ μονοπεῑραι τῶν λύκων», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -πειρας (< πεῖρα «δοκιμή, δοκιμασία»), πρβλ. ιππο-πείρης].
Dictionary of Greek. 2013.